- συναιχμάλωτος
- ο, θηλ. συναιχμαλωτίς, -ίδος, Αο επίσης αιχμάλωτος, αυτός που έχει συλληφθεί και κρατείται μαζί με άλλους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συναιχμάλωτος — fellow prisoner masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναιχμάλωτον — συναιχμάλωτος fellow prisoner masc/fem acc sg συναιχμάλωτος fellow prisoner neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναιχμαλώτοις — συναιχμάλωτος fellow prisoner masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναιχμαλώτου — συναιχμάλωτος fellow prisoner masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναιχμαλώτους — συναιχμάλωτος fellow prisoner masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναιχμαλώτων — συναιχμάλωτος fellow prisoner masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναιχμάλωτοι — συναιχμάλωτος fellow prisoner masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναιχμαλωτίς — ίδος, ἡ, Α βλ. συναιχμάλωτος … Dictionary of Greek
ԳԵՐԵԿԻՑ — (կցի, ցաց.) NBH 1 0548 Chronological Sequence: Early classical, 8c ա. συναιχμαλώτος concaptivus Ընկեր գերութեան, եւ վշտաց. չարչարակից. *Ազգականաց իմոց, եւ գերեկցաց. Հռ. ՟Ժ՟Զ. 7: *Լինիցիս նոցին գերեկից. Ոսկ. ՟ա. տիմ. ՟Ժ՟Դ: *Գերեկից իւր լեալ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)